- στενακτικός
- η , ό1) стонущий; 2) тяжело вздыхающий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στενακτικός — στενακτικός, ή, ό και στεναχτικός, ή, ό αυτός που αναστενάζει ή προκαλεί στεναγμούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στενακτικός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στενακτικός — ή, ό / στενακτικός, ή, όν, ΝΜΑ, και στεναχτικός, ή, ό, Ν [στενακτός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στεναγμό 2. (κατ επέκτ.) λυπηρός … Dictionary of Greek
στενακτικά — στενακτικός neut nom/voc/acc pl στενακτικά̱ , στενακτικός fem nom/voc/acc dual στενακτικά̱ , στενακτικός fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στενακτικόν — στενακτικός masc acc sg στενακτικός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στενακτικῆς — στενακτικός fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στενακτική — στενακτικός fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στενακτικήν — στενακτικός fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στενακτικῶς — στενακτικός adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στενακτός — ή, όν, Α [στενάζω] 1. αυτός που προκαλεί στεναγμό («ἀνὴρ γὰρ οὐ στενακτὸς οὐδὲ σὺν νόσοις ἀλγεινός, ἐξεπέμπετο», Σοφ.) 2. στενακτικός … Dictionary of Greek
στεναχτικός — ή, ό, Ν βλ. στενακτικός … Dictionary of Greek